Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΕΜΩΤΙΑΣ....

Για τα παιδιά μας νοιάζει.. Που γεννιούνται μαθαίνοντας πως ο ήλιος είναι θανατηφόρος. Που γεύονται σάρκες μεταλλαγμένες. Που βουτάνε τη μπουκιά τους σε παλιόλαδα. Που μασάνε τους καρπούς της γης ποτισμένους με δηλητήρια. Που πίνουν βρώμικα νερά. Που κολυμπάνε σε μολυσμένες θάλασσες. Που ανασαίνουν αέρα δηλητήριο. Που ζουν μέσα στο τσιμέντο και δεν ένιωσαν ποτέ τη μυρωδιά της φύσης. Που δεν κοιμήθηκαν κάτω από δέντρο με τη δροσιά από τα φύλλα να στάζει στο πρωινό ξύπνημα. Που δεν σκαρφάλωσαν ποτέ να ξετρυπώσουν μια φωλιά. Που δεν είδαν ποτέ ένα αγρίμι...που δεν ξεχωρίζουν το πράσο από το σκόρδο!!!
Για τα παιδιά μας νοιάζει. Γιατί ακόμα και μέχρι εμάς, μέχρι τη δική μας γενιά υπάρχουν μνήμες, γεύσεις, μυρωδιές, αγγίγματα, αισθήσεις κοιμισμένες που κάποτε υπήρξαν. Ήπιαμε αγνό γάλα κατσίκας, φάγαμε λιβανό-σύκα που μοσχοβόλαγαν, μυρίσαμε ψωμί ζυμωτό στο ξεφούρνισμα, μάζεψαμε θυμάρι και χόρτα, είδαμε τη ρίγανη να ξεραίνεται στον ήλιο και τη ντομάτα να ωριμάζει μέρα με μέρα.
Τρέχαμε στο κυρ-Ηλία να μας δώσει το φρέσκο κουλούρι κάθε πρωί και μας χαιρέταγε φωνάζοντας «γειά σας μάγκες!». Ακολουθούσαμε σαν υπνωτισμένοι τη μυρωδιά δυόσμου απ΄τα κεφτεδάκια της γειτόνισσας, κι εκείνη μας περίμενε πάντα μ΄ενα πιατάκι γεμάτο και δυο φέτες ζυμωτό ψωμί...
Μάθαμε συνταγές απ΄τη γιαγιά. Μας διάβασαν παραραμύθια. Ματώσαμε τα γόνατα στους δρόμους απ΄τα χαλίκια. Τσακωθήκαμε για τις «ψήφες». Κρατήσαμε την ισορροπία μας στα στρατιωτάκια ακούνητα αμίλητα κι αγέλαστα. Φωτογραφηθήκαμε ντυμένοι τσολιαδάκια. Κοιμηθήκαμε στην αγκαλιά της μάνας μας, στα ταβερνάκια του χωριού στο πανηγύρι του Σωτήρος.
Κοκκινίσαμε στο πρώτο φλερτ, στο πρώτο πάρτυ. Χορέψαμε μπλουζ που διαρκούσαν δέκα λεπτά κι όλο κάποιος έβαζε το βυνίλιο ξανά από την αρχή μέχρι να καταφέρει να πάρει την υπόσχεση από τη Μαρία...Καπνίσαμε κρυφά το πρώτο τσιγάρο, άφιλτρο, κι νοιώσαμε συννενοχή. Τσουρουφλίσαμε την άκρη των μαλλιών μας σε κάποια ανάσταση...Φυλάγαμε σ΄ενα μικρό ημερολόγιο ένα κυκλάμινο..
Ζήσαμε την ανθρώπινη διάστασή μας, ανακατεμένοι με γέλιο και δάκρυ. Αποκοιμηθήκαμε στην καρέκλα ενός νοσοκομείου προσμένοντας με λαχτάρα τα καλά νέα, ξενυχτήσαμε σε σπίτι που πενθούσε πίνοντας καφέ ελληνικό, και γεννήσαμε παιδιά...χωρίς να ξέρουμε αν θα πολεμήσουν, αν θα γεννήσουν....
Για τα παιδιά μας νοιάζει. Φοβόμαστε μήπως μαζί με το άρωμα του αγνού λαδιού, τη γεύση του αγνού κρασιού, και το άρωμα από θυμάρι και ρίγανη, μήπως χάθηκαν οι πόλεμοι τους κι οι γέννες τους...Μήπως ζήσουν σ΄ενα κόσμο, που η γέννα κι ο θάνατος θα έχουν μετατραπεί σε μια ακόμα μεταλλαγμένη εμπειρία!!!
Για τα παιδιά μας νοιάζει. Να πολεμήσουν και να γεννήσουν ένα νέο κόσμο. Που να μιλάει με όλες τις αισθήσεις. Που να έχει βρει ξανά από την αρχή τα πολύτιμα....


Ενεργοί Δημότες για την Αναγέννηση της Ανεμώτιας